- σκευάριον
- τὸ, Α1. (κυρίως στον πληθ.) τὰ σκευάριαμικρά σκεύη ή αγγεία2. αντικείμενο που χρησιμοποιείται σε παιχνίδι για τα κέρδη τών παικτών («συνέτριβον τὰ σκευάρια καὶ διέρριπτον εἰς τὴν ὀδόν», Αισχίν.)3. μικρό ένδυμα («οἷον σκευαρίων κατατετριμμένων», Πλάτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < σκεῦος + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. παιδ-άριον)].
Dictionary of Greek. 2013.